φηνός

φηνός
Α
(κατά τον Ηρωδιαν.) «λαμπρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φήνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φήνη — ἡ, Α 1. είδος αρπακτικού πτηνού, πιθ. ο γενειοφόρος γυπαετός·2. ιερό πτηνό τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία αρπακτικού πτηνού, η οποία, κατά μία άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā / *bh(e)ә2 «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) και αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”